πάνθοινος

From LSJ
Revision as of 14:15, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάνθοινος Medium diacritics: πάνθοινος Low diacritics: πάνθοινος Capitals: ΠΑΝΘΟΙΝΟΣ
Transliteration A: pánthoinos Transliteration B: panthoinos Transliteration C: panthoinos Beta Code: pa/nqoinos

English (LSJ)

ον (and η, ον, v. infr.), (θοίνη)    A feasting high or splendidly, δαῖτα πανθοίνην Babr.95.90; π. τράπεζα Opp.H.2.221; παν[θοίν]ην is dub. in Phld.Po.2.49.

German (Pape)

[Seite 460] vollkommen, stattlich schmausend, τράπεζαι = πανθοινία, Opp. Hal. 2, 221.

Greek (Liddell-Scott)

πάνθοινος: -ον, (θοίνη) πλήρης παντὸς εἴδους ἐδεσμάτων, π. δαὶς = πανθοινία, Βάβρ. παρὰ Σουΐδ. (ἔνθα πανθοίνην)· π. τράπεζα Ὀππ. Ἁλ. 2. 221.

Greek Monolingual

-οίνη, -ον, θηλ. και -ος, Α
γεμάτος με κάθε είδους εδέσματα, πλουσιοπάροχος («πανθοίνοισι τραπέζαις», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + θοίνη «συμπόσιο, δείπνο» (πρβλ. εύ-θοινος)].

Russian (Dvoretsky)

πάνθοινος: пышный, роскошный (δαίς Babr.).