παλίνστρεπτος
From LSJ
English (LSJ)
ον, A turned backward, Κριός Max.80, cf. Nic.Th.679 (v.l. παλίστρ-).
German (Pape)
[Seite 450] rückwärts gedreht, zurückgewendet, Nic. Th. 679, auch παλίστρεπτος geschrieben.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλίνστρεπτος: -ον, ὁ πρὸς τὰ ὀπίσω ἐστραμμένος, πρὸς τὰ ὀπίσω φέρων, κέλευθος Μάξιμ. π. καταρχ. 80, Νικ. Θηρ. 679 (διάφορ. γραφ. παλιστρ-).
Greek Monolingual
παλίνστρεπτος και παλίστρεπτος, -ον (Α)
στραμμένος προς τα πίσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλι(ν) + στρεπτός (< στρέφω), πρβλ. εύ-στρεπτος].