παρυπάτη
Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul
English (LSJ)
[πᾰ] (sc. χορδή), ἡ, A string next the ὑπάτη (q.v.), Arist. Pr.917b30, Plu.2.1134f, etc.
German (Pape)
[Seite 529] ἡ, sc. χορδή, die Saite neben der ersten od. obersten, fem. von παρύπατος; Arist. probl. 19, 3; Music.; vgl. Anon. de Mus. Bellerm. p. 61.
Greek (Liddell-Scott)
παρῠπάτη: (ἐξυπακ. χορδή), ἡ παρὰ τὴν ὑπάτην, ἡ ἀμέσως μετὰ τὴν πρώτην χορδή, ἡ δευτέρα ἐκ τῶν πέντε, Ἀριστ. Προβλ. 19. 3, Πλούτ. 2. 1134F, κτλ.· πρβλ. παραμέση.
Greek Monolingual
ἡ, Α
η δεύτερη χορδή, ο δεύτερος φθόγγος του συστήματος, της κλίμακας της αρχαίας μουσικής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ὑπάτη (χορδή) «η υψηλότερη χορδή της λύρας»].
Russian (Dvoretsky)
παρῠπάτη: ἡ (sc. χορδή) соседняя с верхней, т. е. вторая струна лиры Arst., Plut.