πενταπετές

From LSJ
Revision as of 15:50, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πενταπετές Medium diacritics: πενταπετές Low diacritics: πενταπετές Capitals: ΠΕΝΤΑΠΕΤΕΣ
Transliteration A: pentapetés Transliteration B: pentapetes Transliteration C: pentapetes Beta Code: pentapete/s

English (LSJ)

έος, τό,    A = πεντέφυλλον, Thphr.HP 9.13.5, Dsc. 4.42.

German (Pape)

[Seite 557] τό, = πεντάφυλλον, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

πεντᾰπετές: έος, τό, = πεντάφυλλον, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 13, 5· ― οὕτω πενταπέτηλον, τό, Νικ. Θηρ. 839. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλ. Φιλολ. τ. Α΄, σ. 291.

Greek Monolingual

τὸ, Α
το φυτό πεντάφυλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- + -πετές (< πέτομαι)].