περίδηλος
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
English (LSJ)
ον, A very clear, manifest, Hsch.
German (Pape)
[Seite 572] sehr deutlich, Hesych. erkl. περιφανής.
Greek (Liddell-Scott)
περίδηλος: -ον, κατάδηλος, καταφανής, ὁλοφάνερος, Φωτ. Ἐπισ. σ. 207. 28. - Καθ’ Ἡσύχ.: «περίδηλον, περιφανές, καλόν».
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
κατάδηλος, πασιφανής, ολοφάνερος
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «περίδηλον, περιφανές, καλόν».
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + δῆλος «φανερός» (πρβλ. έκ-δηλος)].