πεντάτευχος
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
English (LSJ)
ὁ, A the Pentateuch, Isid.Etym.6.2.1,2, Gloss.
German (Pape)
[Seite 557] aus fünf Büchern in einem Bande bestehend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πεντάτευχος: -ον, ὁ συνιστάμενος ἐκ πέντε τευχῶν ἤτοι πέντε βιβλίων· ὡς οὐσιαστ., ἡ πεντάτευχος (ἐξυπ. βίβλος), τὰ πέντε βιβλία τοῦ Μωϋσέως, Πτολεμ. Γνωστ. 1284Β, Ὠριγέν. ΙΙΙ, 933Β (Ι, 632C). ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρήσεις σ. 372.
Greek Monolingual
-η, -ο / πεντάτευχος, -ον, ΝΑ
1. αυτός που αποτελείται από πέντε τεύχη ή βιβλία
2. το θηλ. ως ουσ. η Πεντάτευχος
(με περιληπτ. σημ.) ονομασία τών πέντε πρώτων βιβλίων της Παλαιάς Διαθήκης, δηλαδή της Γενέσεως, της Εξόδου, τών Αριθμών, του Λευιτικού και του Δευτερονομίου, που κατά την ιουδαϊκή και την χριστιανική παράδοση θεωρούνται έργο του Μωυσή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- + τεῦχος (πρβλ. επτά-τευχος].
Greek Monotonic
πεντάτευχος: -ον, αυτός που αποτελείται απο πέντε βιβλία· ως ουσ. ἡπεντάτευχος (ενν. βίβλος), τα πέντε βιβλία του Μωυσή, η Πεντάτευχος.
Russian (Dvoretsky)
πεντάτευχος: ἡ (sc. βίβλος) поздн. пятикнижие.
Middle Liddell
πεντά-τευχος, ον,
consisting of five books: as Subst., ἡ π. (sc. βίβλοσ) the five books of Moses, Pentateuch.