περίσεπτος
From LSJ
English (LSJ)
η, ον, A much-revered, much-honoured, A.Eu.1038 (lyr.), Agathocl.2.
German (Pape)
[Seite 591] auch 3 Endgn, sehr verehrt, verehrungswürdig; καὶ τιμαῖς καὶ θυσίαις περίσεπται, Aesch. Eum. 990; Ath. VIII, 376 a.
Greek (Liddell-Scott)
περίσεπτος: -η, -ον, λίαν τετιμημένος, σεβάσμιος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 1038 (ἐφθαρμένον χωρίον), Ἀγαθοκλ. παρ’ Ἀθην. 376.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
vénéré.
Étymologie: περί, σέβομαι.
Greek Monolingual
-έπτη, -ον, Α σεπτός
εξαιρετικά σεπτός, πολύ τιμημένος, πολύ σεβάσμιος.
Greek Monotonic
περίσεπτος: -η, -ον, εξαιρετικά σεβαστός, αξιοσεβάσμιος, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
περίσεπτος: и 3 высокопочитаемый Aesch.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περί-σεπτος -ον zeer vereerd.