περιεργασία
From LSJ
πρὸς ἀλέξησιν τραπομένους → preparing to defend themselves
English (LSJ)
ἡ, A = περιεργία 1.1, Longin.3.4 : pl., Aristid. Rh.2p.535S.
Greek (Liddell-Scott)
περιεργᾰσία: ἡ, = περιεργία Λογγῖν. 3. 4. ΙΙ. μέριμνα, θλῖψις, Achmes Ὀνειροκρ. 231.
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ περιεργάζομαι
1. μάταιη, ανώφελη περιέργεια
2. απασχόληση με ανώφελα και ασήμαντα πράγματα
μσν.
1. ενασχόληση με τη μαγεία
2. μέριμνα, θλίψη.