περικατάληψις

From LSJ
Revision as of 16:10, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περικατάληψις Medium diacritics: περικατάληψις Low diacritics: περικατάληψις Capitals: ΠΕΡΙΚΑΤΑΛΗΨΙΣ
Transliteration A: perikatálēpsis Transliteration B: perikatalēpsis Transliteration C: perikatalipsis Beta Code: perikata/lhyis

English (LSJ)

εως, ἡ,    A overtaking, ὑπ' ἀλλήλων Thphr.HP7.10.3 ; cf. περικατάλαμψις.

German (Pape)

[Seite 579] ἡ, das Ergreifen, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

περικατάληψις: ἡ, τὸ περικαταλαμβάνειν, καταφθάνειν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 10, 3.

Greek Monolingual

-ήψεως, και δωρ. τ. περικατάλαμψις, -άμψεως, ἡ, Α περικαταλαμβάνω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του περικαταλαμβάνω.