πηλικότης
From LSJ
ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον → though I speak with the tongues of men and of angels and have not charity I am become as sounding brass or a tinkling cymbal
English (LSJ)
ητος, ἡ, A magnitude, size, A.D.Pron.26.13, Gal.1.333, Sch.Ar.Pl.377 : opp. ποσότης (quantity), Nicom.Ar.1.7.
German (Pape)
[Seite 610] ητος, ἡ, Größe, Alter, übh. Quantität; Nicom. ar. 1, 2; Quinctil. 7, 4, 16.
Greek (Liddell-Scott)
πηλῐκότης: ἡ, μέγεθος, ἀντίθετ. τῷ ποσότης. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 377, κτλ.
Greek Monolingual
-ητος, ἡ, Α πηλίκος
1. μέγεθος
2. ηλικία
3. ο λόγος μιας αναλογίας.