πισσίτης

From LSJ
Revision as of 17:38, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πισσίτης Medium diacritics: πισσίτης Low diacritics: πισσίτης Capitals: ΠΙΣΣΙΤΗΣ
Transliteration A: pissítēs Transliteration B: pissitēs Transliteration C: pissitis Beta Code: pissi/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ,    A flavoured with pitch, οἶνος Str.4.6.2, Dsc.5.38, Plu.2.676c.

German (Pape)

[Seite 619] ὁ, οἶνος, mit Pech angemachter, versetzter Wein, Plut. Symp. 5, 5, 1.

Greek (Liddell-Scott)

πισσίτης: [ῑ], ὁ, παρεσκευασμένος διὰ πίσσης, οἶνος Διοσκ. 5. 48, Στράβ. 202.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
(ιδίως για το κρασί) παρασκευασμένος με πίσσα, αυτός που για την παρασκευή του χρησιμοποιείται και πίσσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίσσα + κατάλ. -ίτης (πρβλ. σελην-ίτης)].

Russian (Dvoretsky)

πισσίτης: ου (σῑ) adj. m смолистый (οἶνος Plut.).