πολιορκητής
θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things
English (LSJ)
οῦ, ὁ, A taker of cities, surname of Demetrius son of Antigonus, Phld.Hom.p.55 O., D.S.20.92, Plu.Demetr.42, Arist.6 (pl.), etc.
German (Pape)
[Seite 655] ὁ, der Städtebelagerer, Sp.; bekannter Beiname des Demetrius, Ath. IV, 128, Plut. Demetr. 42.
Greek (Liddell-Scott)
πολιορκητής: -οῦ, ὁ, ὁ ἐκπολιορκῶν, κυριεύων πόλεις, ἐπώνυμον Δημητρίου υἱοῦ τοῦ Ἀντιγόνου, Διόδ. 20. 92, Πλουτ. Δημήτρ. 42, Ἀριστείδ. 6, κλπ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 427.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
preneur de villes, ou Poliorcète, surnom de Démétrios, roi de Macédoine.
Étymologie: πολιορκέω.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ πολιορκώ
1. αυτός που πολιορκεί πόλη ή φρούριο
2. προσωνυμία του Δημητρίου, γιου του Αντιγόνου.
Greek Monotonic
πολιορκητής: -οῦ, ὁ, πορθητής πόλεων, όνομα του Δημητρίου, γιου του Αντίγονου, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
πολιορκητής: οῦ ὁ полиоркет, осаждающий города (прозвище Деметрия, сына Антигона, 337-283 гг. до н. э.) Diod., Plut.
Middle Liddell
πολιορκητής, οῦ, ὁ,
taker of cities, name of Demetrius son of Antigonus, Plut.