ποντογενής

From LSJ
Revision as of 18:10, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποντογενής Medium diacritics: ποντογενής Low diacritics: ποντογενής Capitals: ΠΟΝΤΟΓΕΝΗΣ
Transliteration A: pontogenḗs Transliteration B: pontogenēs Transliteration C: pontogenis Beta Code: pontogenh/s

English (LSJ)

ές, (γενέσθαι)    A seaborn, Orph.H.55.2, 81.1:—fem. ποντο-γένεια, poet. ποντο-είη, ἡ, formed like ἀφρογένεια, Opp.C.1.33.

German (Pape)

[Seite 681] ές, meergeboren, Orph. H. 54, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ποντογενής: -ές, (γενέσθαι) ὁ ἐκ τοῦ πόντου γεννηθείς, Ὀρφ. Ὕμν. 54. 2., 80. 1· ― θηλ. ποντογένεια, ἡ, σχηματισθὲν κατὰ τὸ ἀφρογένεια, Ὀππ. Κυν. 1. 33.

Greek Monolingual

-ές, θηλ. και ποντογένεια, ποιητ. τ. θηλ. ποντογενείη, Α
1. αυτός που γεννήθηκε στη θάλασσα
2. (το θηλ. ως κύριο όν.) ἡ Ποντογένεια και Ποντογενείη
προσωνυμία της Αφροδίτης επειδή αναδύθηκε από τη θάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόντος + -γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ. θαλασσο-γενής].