πρεσβυγένεθλος
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
ον, A = πρεσβυγενής, Orph.H.4.2.
German (Pape)
[Seite 699] = πρεσβυγενής, Orph. H. 3, 2.
Greek (Liddell-Scott)
πρεσβῠγένεθλος: ον,= πρεσβυγενής, Ὀρφ. Ὕμν. 3. 2.
Greek Monolingual
-ον, Α
πρεσβυγενής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρέσβυς + -γένεθλος (< γένεθλον), πρβλ. αριστο-γένεθλος].