Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab
Full diacritics: προσσύρω | Medium diacritics: προσσύρω | Low diacritics: προσσύρω | Capitals: ΠΡΟΣΣΥΡΩ |
Transliteration A: prossýrō | Transliteration B: prossyrō | Transliteration C: prossyro | Beta Code: prossu/rw |
[ῡ], A drag on or along, τὰ σκέλη Gal.6.155.
προσσύρω: [ῡ], σύρω πρὸς τὰ ἐμπρός, προσσύρουσι... τὰ σκέλη Γαλην. τ. 6, 155, 11.
Α
1. σύρω κάτι προς τα εμπρός ή σύρω κάτι προς τον εαυτό μου
2. μέσ. προσσύρομαι
σύρομαι προς μια κατεύθυνση.