πυλαϊκός
From LSJ
ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language
English (LSJ)
ή, όν, A silly, ὀχλαγωγία Plu.Pyrrh.29.
German (Pape)
[Seite 817] possenhaft, ὀχλαγωγία Plut. Pyrrh. 29.
Greek (Liddell-Scott)
πῠλᾱϊκός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς τὴν Πυλαίαν, ὁ τῆς Πυλαίας, Πυλ. κόλπος Στράβ. 9, 430· Πυλ. πανήγυρις αὐτόθι 436· ταῦτα μέν ἐστι Πυλαϊκῆς ὀχλαγωγίας Πλουτ. Πύρρ. 29· πρβλ. πυλαία ΙΙ.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α Πύλαι / πυλαία]
1. ο σχετικός με την πυλαία, δηλ. με τη σύνοδο του αμφικτιονικού συνεδρίου στις Θερμοπύλες
2. αγύρτικος, ψεύτικος.
Greek Monotonic
πῠλᾱϊκός: -ή, -όν, αστείος, ανόητος, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
πῠλαϊκός: (ῑ) пустяковый, вздорный (ὀχλαγωγία Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πυλαϊκός -ή -όν [Πυλαία] als bij het\n, overdr. dom, dwaas.