πυρινόθριξ
From LSJ
English (LSJ)
ὁ, ἡ, gen. τρῐχος, A with fiery hair, PMag.Par.1.636.
Spanish
Greek Monolingual
-τριχος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που έχει κοκκινωπά μαλλιά, ο κοκκινομάλλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πύρινος (Ι) + -θριξ (< θρίξ, τριχός), πρβλ. μελανό-θριξ, πυρρό-θριξ].