πυρσόκορσος
From LSJ
Ἐδιζησάμην ἐμεωυτόν → I searched out myself
English (LSJ)
ον, A red-maned, λέων A.Fr.110.
German (Pape)
[Seite 825] = Vorigem, λέων, Aesch. frg. 97.
Greek (Liddell-Scott)
πυρσόκορσος: -ον, = τῷ προηγ., π. λέων, ξανθοχαίτης, ἔχων χαίτην ξανθήν, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 111. - Καθ’ Ἡσύχ.: «πυρσοκόρσου λέοντος· πυρροκεφάλου, ξανθοτρίχου».
Greek Monolingual
-ον, Α
1. ο πυρσόκομος
2. (κατά τον Ησύχ.) «πυρσοκόρσου λέοντος
πυρροκεφάλου, ξανθοτρίχου».
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρσός (ΙΙ), δωρ. τ. του πυρρός «ερυθρός, κοκκινωπός» + -κορσος (< κόρση «κόμη τών κροτάφων»), πρβλ. δοχμό-κορσος].
Russian (Dvoretsky)
πυρσόκορσος: огненноглавый, т. е. с рыжей гривой (λέων Aesch.).