Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πτερίς

From LSJ
Revision as of 22:00, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πτερίς Medium diacritics: πτερίς Low diacritics: πτερίς Capitals: ΠΤΕΡΙΣ
Transliteration A: pterís Transliteration B: pteris Transliteration C: pteris Beta Code: pteri/s

English (LSJ)

ίδος, or πτέρις, εως, ἡ, acc.    A πτέριν Dsc.4.185: nom. pl. πτέρεις Plb.3.71.4:—male fern, Aspidium Filix-mas, Thphr.HP1.10.5,8.7.7, 9.20.5, Theoc.3.14, etc.    II = πολυπόδιον, Ps.-Dsc.4.186.    III νυμφαία π.,= θηλυπτερίς, Dsc.4.185; = δρυοπτερίς, Ps.-Dsc.4.187.

Greek (Liddell-Scott)

πτερίς: -ίδος, καὶ πτέρις, εως, ἡ, (πτερὸν) ἡ κοινῶς ὀνομαζομένη «φτέρη», Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 2, 5, Θεοφρ. 3. 14. ― Κατὰ τὸν Διοσκορίδην (4, 186): «φύλλα ἐστὶν ἄκαυλα καὶ ἀκανθῆ, καὶ ἄκαρπα ἐξ ἑνὸς μόσχου, περὶ πῆχυν τὸ μέγεθος ἐντετμημένα καὶ ἀνηπλωμένα ὡς πτέρυξ» κτλ. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α´, σ. 355, 863.