σπουδαρχίας
From LSJ
οὐκ ἀθεεὶ ὅδ᾽ ἀνὴρ Ὀδυσήϊον ἐς δόμον ἵκει → this man does not come to the Odyssean palace without the will of the gods
English (LSJ)
A v. σπουδάρχης.
German (Pape)
[Seite 925] ὁ, = σπουδαρχίδης, B. A. 83. Vgl. σπουδάρχης.
Greek (Liddell-Scott)
σπουδαρχίας: ὁ, ἴδε σπουδάρχης, «κατὰ σπουδὴν ἄρχοντες» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ὁ, Α
σπουδάρχης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπουδάρχης + επίθημα -ίας (πρβλ. πραγματ-ίας)].