στενόπους

From LSJ
Revision as of 23:00, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

διὰ τῆς σιωπῆς πικρότερον κατηγορεῖ → through silence you accuse yourself more harshly (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στενόπους Medium diacritics: στενόπους Low diacritics: στενόπους Capitals: ΣΤΕΝΟΠΟΥΣ
Transliteration A: stenópous Transliteration B: stenopous Transliteration C: stenopous Beta Code: steno/pous

English (LSJ)

ὁ, ἡ, gen. ποδος,    A narrow-footed, Polem.Phgn.2.85; f.l. for στεγανό- (q.v.), Arist.Phgn.810a24.

German (Pape)

[Seite 935] ὁ, ἡ, dünnfüßig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

στενόπους: ὁ, ἡ, ὁ ἔχων στενὸν πόδα (ἕτεροι στεγανόπους), Ἀριστ. Φυσιογν. 6, 2.

Greek Monolingual

-όποδος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που έχει στενά πόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στενός + πούς, ποδός].

Russian (Dvoretsky)

στενόπους: ποδος adj. с узкой ступней Arst.