συγκλινίαι
Μισῶ πονηρόν, χρηστὸν ὅταν εἴπῃ λόγον → Cum recta fatur, improbum odi maxime → Den Schlechten hass' ich, wenn ein gutes Wort er spricht
English (LSJ)
αἱ, A slopes, αἱ σ. τῶν τόπων the slopes or configuration of the ground, Plu.Pomp.32, cf. Pyrrh.28, Phil.4.
German (Pape)
[Seite 968] αἱ, die abhängige Lage gegen einander geneigter Flächen u. Berge, Plut. Pomp. 32 Pyrrh. 28 Philop. 4.
Greek (Liddell-Scott)
συγκλῐνίαι: -αἱ, ἡ γραμμὴ ἔνθα καταλήγουσιν αἱ κλιτύες δύο ὀρέων ἢ ὑψωμάτων, αἱ ξ. τῶν τόπων, στεναὶ κοιλάδες ἢ φάραγγες, στενά, Πλουτ. Πομπ. 32, Πύρρ. 28.
French (Bailly abrégé)
ῶν (αἱ) :
anfractuosités d’une région montagneuse.
Étymologie: συγκλίνω.
Greek Monolingual
αἱ, Α συγκλινής
τα επικλινή μέρη του εδάφους («ταῑς συγκλινίαις τῶν τόπων τεκμαιρόμενος ἔχειν πηγὰς τὸ χωρίον», Πλούτ.).
Greek Monotonic
συγκλῐνίαι: αἱ, γραμμή όπου καταλήγουν και συναντώνται οι πλευρές δύο βουνών ή υψωμάτων, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
συγκλῐνίαι: αἱ сходящиеся склоны гор или горные ущелья Plut.
Middle Liddell
συγ-κλῐνίαι, ῶν, αἱ,
the meeting-line at the foot of two mountain slopes, Plut. [from συγκλί¯νω]