σύνομβρος
From LSJ
μάλα δ' ὦκα θύρηθ' ἔα ἀμφὶς ἐκείνων → very soon I was out, away from them | very soon was out of the water, and away from them
English (LSJ)
ον, A joined or mixed with rain, EM407.31.
German (Pape)
[Seite 1030] mit Regen verbunden, E. M. 407, 31.
Greek (Liddell-Scott)
σύνομβρος: -ον, συνωδευμένος μετὰ βροχῆς, σύνομβρον πνοήν, ἀνεμοζάλην μὲ βροχήν, Μέγ. Ἐτυμολ. 407, 31 ἐν λέξ. ζάλη.
Greek Monolingual
-ον, Α
(για άνεμο) αυτός που συνοδεύεται από πολλή βροχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ὄμορος (Ι) «βροχή, νεροποντή»].