συνεπιθωΰσσω
From LSJ
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
English (LSJ)
A halloo so as to cheer on together, Plu.2.757d.
Greek (Liddell-Scott)
συνεπιθωΰσσω: διὰ φωνῶν συμπαρορμῶ, θηρεύουσιν ἀγρότερός τις συνεπιθωΰσσει καὶ συνεξορμᾷ θεὸς Πλούτ. 2. 757D.
French (Bailly abrégé)
exciter par ses cris.
Étymologie: σύν, ἐπιθωΰσσω.
Greek Monolingual
Α
παρορμώ, παροτρύνω με φωνές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπιθωΰσσω «φωνάζω, παροτρύνω»].
Russian (Dvoretsky)
συνεπιθωΰσσω: одновременно скликать, призывать (δορκάδας καὶ λαγωούς Plut.).