συνορίζω

From LSJ
Revision as of 08:00, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

μὴ μόνον τοὺς ἁμαρτάνοντας κόλαζε, ἀλλὰ καὶ τοὺς μέλλοντας κώλυε → punish not only those who do wrong, but those who intend to do so

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνορίζω Medium diacritics: συνορίζω Low diacritics: συνορίζω Capitals: ΣΥΝΟΡΙΖΩ
Transliteration A: synorízō Transliteration B: synorizō Transliteration C: synorizo Beta Code: sunori/zw

English (LSJ)

   A bring together, opp. διακρίνω, Arist.Cael.307a33, b2:— Pass., v.l. in Ptol.Harm.1.9.    2 Med., give one's consent to a boundary, Sammelb.5240.15(i A.D.).    3 Med., bet (cf. συντίθημι B. 11.3), συνορισάμενος ψευδὲς ἐπιδείξειν τὸ ἐν Δελφοῖς μαντεῖον Aesop.55.    II intr., = συνορέω, to be conterminous with, c. dat., OGI221.69 (Ilium, iii B.C.), Antig.Mir.78, D.S.1.30, Peripl.M.Rubr.64: with πρός c. acc., Scymn.839: abs., D.S.14.44, 17.4.

Greek (Liddell-Scott)

συνορίζω: μέλλ. -ίσω. ὁρίζω, περιορίζωπεριλαμβάνω ἐντὸς τῶν αὐτῶν ὁρίων, Ἀριστ. π. Οὐραν. 3. 8, 12. ― Παθητ., Πτολεμ. Ἁρμ. 22C. ΙΙ. ἀμεταβ. = συνορέω, συνορεύω, εἶμαι ὅμορος, τινὶ Διόδ. 1. 30, Ἀρρ.· ἀπολ., Διόδ. 14. 44., 17. 4.

Greek Monolingual

ΜΑ ὁρίζω
μέσ. συνορίζομαι
στοιχηματίζω («συνορισάμενος ψευδὲς ἐπιδείξειν τὸ ἐν Δελφοῑς μαντεῑον», Αισώπ. Μύθ.)
αρχ.
1. περιλαμβάνω μέσα στα ίδια όρια, περιορίζω
2. (με δοτ.) συνορεύω
3. μέσ. δέχομαι ως σύνορο.

Russian (Dvoretsky)

συνορίζω:
1) заключать в те же границы Arst.;
2) быть сопредельным, граничить (τινί Diod.).