σφαιρωτήρ
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, A thong, latchet, PLond.2.402v.22(ii B.C.), Hsch.; cf. σφυρωτήρ. II a ball to ornament pillars, knop, LXX Ex.25.30(31): pl., as heraldic device, Tab.Heracl.1.184.
Greek (Liddell-Scott)
σφαιρωτήρ: ὁ, ἱμὰς ἐκ δέρματος, λωρίον, ἐπειδὴ ἐκόπτετο ἐκ δέρματος κυκλοτερῶς, «τὸ λωρίον τοῦ ὑποδήματος» (Φωτ.), Ἡρακλεωτ. Πίνακ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 184, Ἑβδ. (Γεν. ΙΔ΄, 23, ἀλλ’ ἐν τῷ Βατικ. κώδικι σφυρωτῆρος). ΙΙ. σφαῖρα ὡς κόσμημα κίονος, Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΚΕ΄, 31).
Greek Monolingual
-ῆρος, ὁ, ΜΑ
δερμάτινο λουρί υποδήματος
αρχ.
σφαιροειδές κουμπί από χρυσό το οποίο χρησιμοποιούσαν για διακόσμηση ή ως οικόσημο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφαιρῶ + επίθημα -τήρ (πρβλ. γανω-τήρ)].