ταβλίον
From LSJ
Χειμὼν κατ' οἴκους ἐστὶν ἀνδράσιν γυνή → Mulier marito saeva tempestas domi → Als ein Gewitter tobt im Haus dem Mann die Frau
English (LSJ)
τό, A tray, τ. μαγειρικά PFay.104.4 (iii A.D.), cf. PLond.1.191.14 (ii A.D.), 3.964.10 (iii A.D.). II τ. χελώνης the shell of a tortoise, Gp.12.7.5. III = latus clavus, Suid. s.v. χλαμύς.
Greek (Liddell-Scott)
ταβλίον: τό, κυβευτικὸν ἀβάκιον, Lex. Sched. 324, 619. 2) τράπεζα, ταβλᾶς, Λέοντ. Κύπρ. 1709. 3) εἶδος ἱματιοθήκης, Κ. Πορφυρ. Ἔκθ. Βασ. Τάξ. 7.
Greek Monolingual
τὸ, ΜΑ
βλ. τάβλι.