ταρσώδης

From LSJ
Revision as of 08:30, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ταρσώδης Medium diacritics: ταρσώδης Low diacritics: ταρσώδης Capitals: ΤΑΡΣΩΔΗΣ
Transliteration A: tarsṓdēs Transliteration B: tarsōdēs Transliteration C: tarsodis Beta Code: tarsw/dhs

English (LSJ)

Att. ταρρ-, ες,    A like basket-work, matted, of roots, Thphr.HP6.7.4, 8.2.3; τῇ πλοκῇ ταρσώδεις (v.l. ταρσωταί) D.S.3.22.

German (Pape)

[Seite 1072] ες, att. ταῤῥώδης, von der Art od. dem Ansehen einer Darre od. Horde, wie eine Horde dicht in einander verflochten, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ταρσώδης: Ἀττ. ταρρ-, ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς ταρσόν, πρὸς πλέγμα καλαθίου, ἐπὶ ῥιζῶν, Θεόφρ. π. Φυτ. 6. 7, 4. ταρσώδης τῇ πλοκῇ (διάφ. γραφ. ταρσωτὸς) Διόδ. 3. 22.

Greek Monolingual

και αττ. τ. ταρρώδης, -ῶδες, Α ταρσός
(για ρίζες) ο όμοιος με ταρσό, με πλέγμα, πλεγμένος με πυκνό τρόπο («ῥίζας ἔχει ἐπιπολαίους καὶ πολυσχιδεῑς καὶ ταρρώδεις», Θεόφρ.).

Russian (Dvoretsky)

ταρσώδης: похожий на плетень, плетеной работы (θύραι Diod.).