ταχυκίνητος

From LSJ
Revision as of 08:35, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰχῠκίνητος Medium diacritics: ταχυκίνητος Low diacritics: ταχυκίνητος Capitals: ΤΑΧΥΚΙΝΗΤΟΣ
Transliteration A: tachykínētos Transliteration B: tachykinētos Transliteration C: tachykinitos Beta Code: taxuki/nhtos

English (LSJ)

[ῑ], ον,    A moving quickly, Gal.19.631, Porph.in Harm. p.240 W., Adam.2.45.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰχῠκίνητος: -ον, ὁ ταχέως κινούμενος, Πολέμωνος Φυσιογν. σ. 284, Πορφ., κλπ.

Greek Monolingual

-η, -ο / ταχυκίνητος, -ον, ΝΑ
αυτός που κινείται με ταχύτητα, ευκίνητος, γοργοκίνητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ- + κινητός (< κινῶ), πρβλ. βραδυ-κίνητος].