τεύθριον
κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.
English (LSJ)
τό, A = πόλιον, Dsc.3.110. 2 = ἐρυθρόδανον, ib.143.
Greek (Liddell-Scott)
τεύθριον: τό, φυτόν τι, = πόλιον, παρὰ Διοσκ. 3. 124.
Greek Monolingual
τὸ, Α
1. το φυτό πόλιον
2. το φυτό ερυθρόδανον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, ο τ. τεύθριον, μέσω της έννοιας του χρώματος, συνδέεται με τη λ. τευθίς «καλαμάρι», λόγω της μελάνης που αυτό εκκρίνει, και ανάγεται σε μια ρίζα με σημ. «χρωματίζω». Μερικοί αποδίδουν τη σημ. αυτή στην ΙΕ ρίζα dheu-dh- «διασκορπίζω, στροβιλίζω» (πρβλ. θύω [Ι]), ενώ άλλοι στην ΙΕ ρίζα dheu- «τρέχω, ρέω» (πρβλ. θέω). Σύμφωνα με την δεύτερη αυτή άποψη, το θ. του τ. τεύθριον απαντά και ως α΄ συνθετικό στον μυκην. τ. teutarakoro = τεύθραγρος με πιθ. σημ. «αυτός που μαζεύει πολύχρωμα λουλούδια»].