τιθασεία
From LSJ
ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
English (LSJ)
ἡ, A taming, domestication, ἰχθύων Pl.Plt.264c (pl.); τὰ δεχόμενα τιθασείαν (codd. -άσιον) Thphr.HP3.2.2.
German (Pape)
[Seite 1109] ἡ, das Zähmen, zu Hausthieren Machen, ἰχθύων Plat. Polit. 264 c.
Greek (Liddell-Scott)
τῐθᾰσεία: ἡ, τὸ τιθασεύειν, ἡ ἐξημέρωσις, ταῖς ἐν τῷ Νείλῳ τιθασείαις τῶν ἰχθύων Πλάτ. Πολιτικ. 264C.
Greek Monolingual
ἡ, Α τιθασεύω
τιθάσευση, εξημέρωση.
Russian (Dvoretsky)
τῐθᾰσεία: ἡ заповедник для животных (τιθασεῖαι τῶν ἰχθύων Plut.).