τιτιγόνιον

From LSJ
Revision as of 08:52, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τιτιγόνιον Medium diacritics: τιτιγόνιον Low diacritics: τιτιγόνιον Capitals: ΤΙΤΙΓΟΝΙΟΝ
Transliteration A: titigónion Transliteration B: titigonion Transliteration C: titigonion Beta Code: titigo/nion

English (LSJ)

τό,    A an insect like a τέττιξ, Epil.4 (where τιττιγόνιον cod.Phot., the alphabetical order requiring τιτιγόνιον; τρυγονίῳ codd.ACAth., cf. ζῷον ὅμοιον τέττιγι καὶ τριγονίῳ Eust.1282.40), prob. cj. in Arist.HA556a20 (where τεττιγόνια, with v.l. τριγόνια, cf. τιγόνιον· εἶδός τι Ἀριστοτέλει, Hsch., τιγόνιον· ἐπὶ νηπίου τίθεται, Phot.); the word is correctly written in EM760.47, Paus.Gr.Fr. 87 (ap.Eust.396.2, where it is rightly connected with τιτίζω: it is prob. Dim. of Τιτιγών (τιτιγών: τιτίζω, = ὀλολυγών: ὀλολύζω, = τρυγών: τρύζω)). (Perh. to be restored for tetogonia, v.l. tetigometrae, in Plin.HN11.92.)

Greek Monolingual

τὸ, Α
είδος εντόμου παρόμοιου με το τζιτζίκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί μέσω αμάρτυρου τ. τιτιγών (πρβλ. ἀηδών, τρυγών, χελιδών), με επίθημα -ιον (πρβλ. αηδόν-ιον,) από ρ. τιτίζω, προϊόν ονοματοποιίας (πρβλ. τιττυβίζω, ψιθυρίζω)].

Frisk Etymology German

τιτιγόνιον: {titigónion}
Grammar: n.
Meaning: N. eines τέττιξ-ähnlichen Insekts (Epil. Kom., Paus. Gr., EM, Eust.).
Etymology : Setzt zunächst ein *τιτιγών voraus (vgl. τρυγών, χελιδών, ἀηδών, alle mit -όνιον); ein onomatopoetisches τιτίζω, τιτίζοντας zwitschern wurde von Zenod. in Β 314 für τετριγῶτας gelegen. Rückbildung τιτίς, -ίδος f. N. eines kleinen Vogels, auch pudendum muliebre (Phot.). Daneben τίτυρος, τιτύρας als Vogelnamen (H.).
Page 2,905