τιτίζω
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
A like πιππίζω, cry 'ti, ti', cheep like a young bird; τιτίζοντας was the reading of Zenod. for τετριγῶτας in Il.2.314. (Onomatop.)
German (Pape)
[Seite 1121] wie πιπίζω, vom Schreien junger Vögel, pipen; bei Hom. Il. 2, 314 lasen einige Alte τιτίζοντες für τετριγῶτες, Zenodot. aber τεττίζοντες, vgl. Schol.
Greek (Liddell-Scott)
τῑτίζω: ὡς τὸ πιπίζω, κράζω τιτι, τσιρίζω ὡς τὰ νεογνὰ πτηνά· τιτίζοντες ἀνεγίνωσκεν ὁ Ζηνόδοτος ἀντὶ τετριγῶτες ἐν Ἰλ. Β. 314. (Ὀνοματοπ.).
Greek Monolingual
Α
τιττυβίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ., προϊόν ονοματοποιίας (πρβλ. τιτιγόνιον, τέττιξ, τιττυβίζω, ψιθυρίζω)].