τρίσχιστος

From LSJ
Revision as of 09:00, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρίσχιστος Medium diacritics: τρίσχιστος Low diacritics: τρίσχιστος Capitals: ΤΡΙΣΧΙΣΤΟΣ
Transliteration A: tríschistos Transliteration B: trischistos Transliteration C: trischistos Beta Code: tri/sxistos

English (LSJ)

ον,    A cloven in three, Sch.Nic.Al.347, An.Ox.2.307:— τρι-σχίστη, ἡ, gloss on Αἰγυπτία στυπτηρία, Gal.19.71.

German (Pape)

[Seite 1148] dreifach gespalten, Schol. Nic. Alex. 346.

Greek (Liddell-Scott)

τρίσχιστος: -ον, ἐσχισμένος εἰς τρία, Σχόλ. εἰς Νικ. Ἀλεξιφ. 346· - τρισχίστη, ἡ, = Αἰγυπτία στυπτηρία, Ἐρωτιαν.

Greek Monolingual

-ίστη, -ον, Α
1. σχισμένος στα τρία
2. το θηλ. ως ουσ.τρισχίστη
(στην Αίγυπτο) η στυπτηρία, το μονοπώλιο τών στυπτικών ουσιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + σχιστός (< σχίζω), πρβλ. τετρά-σχιστος].