Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τραυλισμός

From LSJ
Revision as of 09:06, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Αὐτάρκης ἔσῃ, ἂν μάθῃς τί τὸ καλὸν κἀγαθόν ἐστι → You will be contented with your lot if you learn what the honourable and good is

Plutarch, De virtute et vitio
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τραυλισμός Medium diacritics: τραυλισμός Low diacritics: τραυλισμός Capitals: ΤΡΑΥΛΙΣΜΟΣ
Transliteration A: traulismós Transliteration B: traulismos Transliteration C: travlismos Beta Code: traulismo/s

English (LSJ)

ὁ,    A lisping, Plu.2.53c; f.l. for τρυλισμός (q. v.) in Erot.

German (Pape)

[Seite 1135] ὁ, das Lispeln, Schnarren, der Fehler in der Aussprache, wenn man einen Buchstaben, bes. L u. R, nicht deutlich aussprechen kann, Plut. discr. ad. et am. 12.

Greek (Liddell-Scott)

τραυλισμός: ὁ, τὸ τραυλίζειν, «ὠνοματοπεποίηται ἡ λέξις ἀπό τινος ποιοῦ ψόφου» Ἐρωτιαν. σ. 366, Πλούτ. 2. 53D.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
bégaiement.
Étymologie: τραυλίζω.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ τραυλίζω
διακοπή της χρονικής ροής του λόγου από ασυντόνιστες κινήσεις του μυϊκού συστήματος της αναπνοής, της παραγωγής της φωνής και της άρθρωσης του λόγου, διαταραχή που οφείλεται σε ψυχογενή αίτια.

Russian (Dvoretsky)

τραυλισμός: ὁ шепелявость, (вообще) неправильное произношение звуков Plut.