φειδός

From LSJ
Revision as of 09:30, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

πλέων επί οίνοπα πόντον επ' αλλοθρόους ανθρώπους → while sailing over the wine-dark sea to men of strange speech

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φειδός Medium diacritics: φειδός Low diacritics: φειδός Capitals: ΦΕΙΔΟΣ
Transliteration A: pheidós Transliteration B: pheidos Transliteration C: feidos Beta Code: feido/s

English (LSJ)

ή, όν,    A sparing, thrifty, Com.Adesp.101: written φιδός by Call. (Fr.460) acc. to EM791.12 (cod. V): Comp., φειδότερος ἐς τὰ χρήματα Democr.279: hence Com.pr.n. Φειδύλος, Philippid.6.

German (Pape)

[Seite 1260] sparsam, karg, auch φιδός; Callim. frg. 460; Eust.

Greek (Liddell-Scott)

φειδός: -ή, -όν, φειδόμενος, φειδωλός, Κωμικ. Ἀνώνυμ. 86· ὡσαύτως πλημμελῶς φιδός, Καλλ. Ἀποσπ. 460, πρβλ. Λοβεκ. Τεχνολ. σ. 280· ― Συγκρ., φειδότερος ἐς τὰ χρήματα Δημόκριτος παρὰ Στοβ. 475. 6. ― Κωμικ. κύριον ὄνομα Φειδύλος, ὡς τὸ μικκύλος, ἀπαντᾷ παρὰ Φιλιππίδῃ ἐν «Ἀνανεώσει» 2, πρβλ. Hor. 3 Od. 23. 2.

Greek Monolingual

-ή, -όν, ΜΑ, και φιδός, -όν, Α
φειδωλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. του ρ. φείδομαι.

Russian (Dvoretsky)

φειδός: бережливый или скупой Democr.