οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
Full diacritics: φθεγματικός | Medium diacritics: φθεγματικός | Low diacritics: φθεγματικός | Capitals: ΦΘΕΓΜΑΤΙΚΟΣ |
Transliteration A: phthegmatikós | Transliteration B: phthegmatikos | Transliteration C: fthegmatikos | Beta Code: fqegmatiko/s |
ή, όν, A vocal, μαντεῖον Max. Tyr.41.1.
[Seite 1270] ertönend, μαντεῖον Max. Tyr.
φθεγματικός: -ή, -όν, ὁ φθεγγόμενος, φθεγματικὸν μαντεῖον Μάξιμ. Τύρ. τ. 2, σ. 274.
-ή, -όν, Α φθέγμα, -ατος]
αυτός που παράγει φωνή.