φορμίς
Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
English (LSJ)
ίδος, ἡ, Dim. of φορμός, A small basket, Ar.V.58, Alex.310; used for fishing, Arist.HA547a2.
German (Pape)
[Seite 1300] ίδος, ἡ, dim. von φορμός, Körbchen, Ar. Vesp. 58.
Greek (Liddell-Scott)
φορμίς: -ίδος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ φορμός, μικρὸν καλάθιον, Ἀριστοφ. Σφ. 58, Ἄλεξις ἐν Ἀδήλ. 69· χρήσιμον εἰς ἁλιείαν, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 15, 5· ― οὕτω φορμίσκος, ὁ, Πλάτ. Λῦσις 206Ε· «φορμίσκοι, καλαθίσκοι, πλεκτὰ ἀγγεῖα» Ἐτυμ. Μέγ. 798, 51· φορμίσκιον, τό, Πολυδ. Ζ΄, 173.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
petit panier, petite corbeille.
Étymologie: dim. de φορμός.
Greek Monolingual
-ίδος, ἡ, Α
1. υποκορ. φορμίον
2. πλεκτό αλιευτικό όργανο, είδος κύρτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φορμός «πλεκτό σκεύος, καλάθι» + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. πινακ-ίς)].
Greek Monotonic
φορμίς: -ίδος, ἡ, υποκορ. του φορμός, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
φορμίς: ίδος ἡ [demin. к φορμός плетенка, корзинка Arph., Arst.