φύξιον
From LSJ
ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.
English (LSJ)
τό, A f.l. for φύξιμον, place of refuge, Plu.Thes.36.
German (Pape)
[Seite 1316] τό, Zufluchtsort, τοῖς οἰκέταις Plut. Thes36. Eigtl. neutr. von
Greek (Liddell-Scott)
φύξιον: τό, ὡς τὸ φύξιμον, τόπος καταφυγῆς, καταφύγιον, ἀρχαία λέξ., εὑρισκομένη πιθανῶς μόνον παρὰ Πλουτ. ἐν Βίῳ Θησ. 36: φύξιον τοῖς οἰκέταις.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
v. φύξιος.
Greek Monotonic
φύξιον: τὸ όπως φύξιμον, μέρος για καταφύγιο, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
φύξιον: τό φεύγω убежище Plut.