χειρονόμος
Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach
English (LSJ)
(parox.), ὁ, A one who moves the hands in pantomimic gestures, posture-master, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1346] die Hände nach gewissen Regeln bewegend, bes. beim Tanzen, un Etwas dadurch auszudrücken, gesticulirend, ὁ χειρ., der mimisch darstellende Künstler, Pantomimus der Römer, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
χειρονόμος: ὁ, ὁ κινῶν τὰς χεῖρας παντομιμικῶς, διδάσκαλος τῆς χειρονομίας, «χειρονόμος· ὀρχηστὴς» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ
νεοελλ.
1. αυτός που συνηθίζει να κάνει χειρονομίες
2. ζωολ. γένος μικρόσωμων δίπτερων εντόμων που μοιάζουν με κουνούπια αλλά δεν έχουν νύσσοντα όργανα, τυπικός εκπρόσωπος της οικογένειας χειρονομίδες
αρχ.
δάσκαλος της παντομίμας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)- + -νομος. Η λ., ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής, είναι αντιδάνεια, πρβλ. νεολατ. chironomus].