χρυσεομίτρης

From LSJ
Revision as of 10:40, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσεομίτρης Medium diacritics: χρυσεομίτρης Low diacritics: χρυσεομίτρης Capitals: ΧΡΥΣΕΟΜΙΤΡΗΣ
Transliteration A: chryseomítrēs Transliteration B: chryseomitrēs Transliteration C: chryseomitris Beta Code: xruseomi/trhs

English (LSJ)

ου, ὁ,    A = χρυσομίτρης, AP9.524.23:— fem. χρῡσεο-μίτρα, Melinno ap.Stob.3.7.12.

German (Pape)

[Seite 1379] ὁ, = χρυσομίτρης; so heißt Bacchus im Hymnus (IX, 524); πίναξ Ath. IV, 130.

Greek (Liddell-Scott)

χρῠσεομίτρης: -ου, ὁ, = χρυσομίτρης, Ἀνθ. Π. 9. 524· - χρυσεομίτρα, Μελιννὼ Λεσβία παρὰ Στράβ. 87. 19.

Greek Monolingual

και δωρ. τ. χρυσεομίτρας, ὁ, θηλ. χρυσεομίτρα, Α
βλ. χρυσομίτρης.

Greek Monotonic

χρῡσεομίτρης: -ου, ὁ (μίτρα), = χρισομίτρης, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

χρῡσεομίτρης: Anth. = χρυσομίτρης.

Middle Liddell

χρῡσεο-μίτρης, ου, ὁ, μίτρα = χρυσομίτρης, Anth.]