χρυσομίτρης
Ῥᾷον βίον ζῇς, ἢν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Vivas facilius, coniugem si non alas → Dann lebst du leichter, wenn du keine Frau ernährst
English (LSJ)
χρυσομίτρου, Dor. χρυσομίτρας, χρυσομίτρα, ὁ,
A with girdle or headband of gold, epithet of Dionysus, S.OT209 (lyr.); pecul. fem. χρυσομίτρη, of Phoebe, Opp. C.2.2.
2 gold-bound, πίνακες Hippoloch. ap. Ath.4.130b.
German (Pape)
[Seite 1381] ὁ, mit goldenem Gürtel, goldener Hauptbinde, übh. mit goldener Einfassung; so heißt Bacchus, Soph. O. R. 209; πίνακες Ath. IV, 130 b.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
au bandeau d'or ou à la mitre d'or.
Étymologie: χρυσός, μίτρα.
Russian (Dvoretsky)
χρῡσομίτρης: ου, дор. χρῡσομίτρας, ᾱ adj. m с золотой митрой (Βάκχος Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσομίτρης: -ου, Δωρ. -μίτρας, α, ὁ,ὁ φορῶν χρυσῆν μίτραν, ἐπίθ. τοῦ Βάκχου, Σοφ. Ο. Τ. 209· ἰδιότυπον θηλ. -μίτρη, ἐπὶ τῆς Φοίβης, Ὀππ. Κυνηγ. 2. 2. 2) ὁ διὰ χρυσοῦ δεδεμένος, χρυσόδετος, πίνακες Ἱππόλοχος παρ’ Ἀθην. 130Β.
Spanish
Greek Monolingual
και χρυσεομίτρης, ὁ, και δωρ. τ. χρυσομίτρας και χρυσεομίτρας, θηλ. χρυσομίτρη και χρυσεομίτρα, Α
1. (το αρσ. ως προσωνυμία του Διονύσου) αυτός που φορεί χρυσή μίτρα
2. χρυσόδετος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- / χρυσεο- + -μίτρης (< μίτρα / μίτρη), πρβλ. αἰολομίτρης].
Greek Monotonic
χρῡσομίτρης: -ου, Δωρ. -μίτρας, -α, ὁ (μίτρα), αυτός που φορά μίτρα ή στέμμα από χρυσό, σε Σοφ.
Middle Liddell
χρῡσο-μίτρης, ου, μίτρα
with girdle or headband of gold, Soph.
Léxico de magia
ὁ de aúrea corona de Helios χαῖρε, ... παλαιγενές, ἀστυφέλικτε, χρυσομίτρη te saludo a ti, nacido hace mucho tiempo, imperturbable, de aúrea corona P II 90