χρύσοπλος
From LSJ
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)
English (LSJ)
[ῡ], ον, A with golden armour, Tz.H.10.435.
Greek Monolingual
-ον, Μ
οπλισμένος με χρυσά όπλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -οπλος (< ὅπλον), πρβλ. κεραύν-οπλος].