Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead
Full diacritics: ψαμμαῖος | Medium diacritics: ψαμμαῖος | Low diacritics: ψαμμαίος | Capitals: ΨΑΜΜΑΙΟΣ |
Transliteration A: psammaîos | Transliteration B: psammaios | Transliteration C: psammaios | Beta Code: yammai=os |
α, ον, A sandy, Inscr.Prien.326.2.
-αία, -ον, ΜΑ
αμμώδης
μσν.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ψαμμαῑα
η άμμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψάμμος «άμμος» + κατάλ. -αῖος (πρβλ. πηγ-αῖος)].