ψευδοκατήγορος
From LSJ
κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown
English (LSJ)
ὁ, A false accuser, slanderer, Hsch. s.v. ἀνάδικοι, Cat.Cod.Astr.7.112.
German (Pape)
[Seite 1394] ὁ, falscher Ankläger, Verleumder, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
ψευδοκατήγορος: -ον, ὁ ψευδῶς κατηγορῶν, συκοφάντης Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ
πρόσωπο που διατυπώνει ψευδείς κατηγορίες εναντίον κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)- + κατήγορος.