ἀγόμφιος
From LSJ
ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans
English (LSJ)
ον, A without grinders, ἀ. αἰών toothless age, Diocl. Com. 14.
German (Pape)
[Seite 19] ohne Backzahne, Diocl. com. B. A. 339 ἀγόμφιον αἰῶνα τρίψει, vom Greisenalter.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγόμφιος: -ον, ὁ ἄνευ γομφίων (τραπεζιτῶν) ὀδόντων· ἀγ. αἰών, ἡ ἄνευ ὀδόντων ἡλικία, Διοκλῆς Ἄδηλ. 1.
Spanish (DGE)
-ον desdentado ἀ. αἰών de la vejez, Diocl.Com.14.4.