ἀγόνατος
Νόμιζε γήμας δοῦλος εἶναι διὰ βίου → Uxore ducta vivere ut servus para → Nimm eine Frau und sei ihr Knecht ein Leben lang
English (LSJ)
ον, (γόνυ) A without a knee, Arist.IA709a3. II of plants, without knots or joints, Id.Fr.195, Thphr.HP4.8.7.
German (Pape)
[Seite 19] ohne Knie, Arist. inc. an.; ohne Knoten (von Pflanzen) Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγόνᾰτος: -ον, (γόνυ) ὁ ἄνευ γόνατος, Ἀριστ. περὶ Ζ. πορείας, 9. 4. 2) μεταφ., ὁ μὴ κάμπτων τό γόνυ, ἄκαμπτος, Σωκρ. Ἐκκλ. Ἱστ. 6. 15. ΙΙ. περί φυτῶν, ὁ ἄνευ κόμβων ἢ ἁρμῶν, Θεοφρ. Ἱ. Φ. 4. 8, 7
Spanish (DGE)
-ον
I 1carente de rodilla εἴ τι ἀγόνατον εἴη τῶν βαδιζόντων Arist.IA 709a3, de la serpiente o demonio A.Phil.11.7.
2 carente de nudos de plantas οἱ κύαμοι Arist.Fr.195, cf. Thphr.HP 4.8.7.
II que no dobla la rodilla, terco, inflexible Socr.Sch.HE 6.15.9.
Russian (Dvoretsky)
ἀγόνᾰτος: не имеющий коленного сустава Arst.