Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀμφίκολλος

From LSJ
Revision as of 12:30, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher

Menander, Monostichoi, 250
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφίκολλος Medium diacritics: ἀμφίκολλος Low diacritics: αμφίκολλος Capitals: ΑΜΦΙΚΟΛΛΟΣ
Transliteration A: amphíkollos Transliteration B: amphikollos Transliteration C: amfikollos Beta Code: a)mfi/kollos

English (LSJ)

ον,    A glued on both sides:κλίνη ἀ. couch with two ends fixed on, Pl. Com.34.

German (Pape)

[Seite 140] rings geleimt, Plat. com. bei Poll. 10, 34, κλίνη, der es κατακεκολλημένη erkl.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφίκολλος: -ον, ὁ κατ’ ἀμφοτέρας τὰς πλευρὰς κεκολλημένος· ἔπειτα κλίνην ἀμφίκολλον πυξίνην Πλάτ. Κωμ. ἐν «Ἑορταῖς» 10· πρβλ. παράκολλος.

Greek Monolingual

ἀμφίκολλος, -ον (Α)
ο κολλημένος και από τις δύο πλευρές, στερεωμένος και στις δύο άκρες του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + -κολλος < κόλλα.