ἀμφιπεριστρωφάω

From LSJ
Revision as of 12:45, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφιπεριστρωφάω Medium diacritics: ἀμφιπεριστρωφάω Low diacritics: αμφιπεριστρωφάω Capitals: ΑΜΦΙΠΕΡΙΣΤΡΩΦΑΩ
Transliteration A: amphiperistrōpháō Transliteration B: amphiperistrōphaō Transliteration C: amfiperistrofao Beta Code: a)mfiperistrwfa/w

English (LSJ)

Frequent. of -στρέφω,    A keep turning about all ways, Ἕκτωρ δ' ἀμφιπεριστρώφα καλλίτριχας ἵππους Il.8.348:—Pass., Q.S.13.11.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφιπεριστρωφάω: θαμιστ. τοῦ στρέφω, στρέφω τι διαρκῶς πρὸς ὅλα τὰ μέρη, περιελαύνω, Ἕκτωρ δ’ ἀμφιπεριστρώφα καλλίτριχας ἵππους Ἰλ. Θ. 348.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
impf. 3ᵉ sg. poét. ἀμφιπεριστρώφα;
faire tourner tout autour.
Étymologie: ἀμφί, περιστρέφω.

English (Autenrieth)

see περιστρωφάω.

Spanish (DGE)

revolver en todas direcciones Ἕχτωρ δ' ἀμφιπεριστρώφα καλλίτριχας ἵππους Il.8.348
en v. med.-pas. girar, dar vueltas πάντα δ' ἐώλπει ἀμφιπεριστρωφᾶσθαι ἀνὰ πτόλιν parecía que todo daba vueltas en la ciudad Q.S.13.11.

Greek Monotonic

ἀμφιπεριστρωφάω: στρέφω κάτι διαρκώς προς όλες τις κατευθύνσεις, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφιπεριστρωφάω: то туда, то сюда поворачивать, т. е. погонять (ἵππους Hom.).

Middle Liddell


to keep turning about all ways, Il.