ἀνάχωμα

From LSJ
Revision as of 12:50, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau

Menander, Monostichoi, 199
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάχωμα Medium diacritics: ἀνάχωμα Low diacritics: ανάχωμα Capitals: ΑΝΑΧΩΜΑ
Transliteration A: anáchōma Transliteration B: anachōma Transliteration C: anachoma Beta Code: a)na/xwma

English (LSJ)

ατος, τό,    A dike, dam, Aristeas301, Harp. s.v. ἄνδηρα; cf. ἀνάχωσμα.

German (Pape)

[Seite 215] τό, Erdaufwurf, Grabenrand, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάχωμα: τό, ἄνδηρον, «ἄνδηρα... τὰ τῶν ποταμῶν ἀναχώματα» Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 5. 93, ἴδε καὶ Ἁρποκρ. ἐν λ. ἄνδηρα.

Spanish (DGE)

-ματος, τό dique, presa Aristeas 301, Harp.s.u. ἄνδηρα.

Greek Monolingual

το
1. σωρός από χώμα, πρόχωμα
2. λάκκος ή όρυγμα που ισοπεδώθηκε με συσσώρευση χώματος.